- δαιμονιωτέρᾳ
- δαιμονιωτέρᾱͅ , δαιμόνιοςoffem dat comp sg (attic doric aeolic)δαιμονιωτέρᾱͅ , δαιμόνιοςoffem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαιμονιώτερα — δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp pl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιωτέρας — δαιμονιωτέρᾱς , δαιμόνιος of fem acc comp pl δαιμονιωτέρᾱς , δαιμόνιος of fem gen comp sg (attic doric aeolic) δαιμονιωτέρᾱς , δαιμόνιος of fem acc comp pl δαιμονιωτέρᾱς , δαιμόνιος of fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιωτέραν — δαιμονιωτέρᾱν , δαιμόνιος of fem acc comp sg (attic doric aeolic) δαιμονιωτέρᾱν , δαιμόνιος of fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)